- ανισόρροπος
- η , ο [ος , ον ] ненормальный, неуравновешенный (о людях)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανισόρροπος — η, ο (Α ἀνισόρροπος, ον) ασταθής, αυτός που δεν ισορροπεί νεοελλ. εκείνος που έχει χάσει τη διανοητική του ισορροπία αρχ. άδικος … Dictionary of Greek
ανισόρροπος — η, ο ασταθής, αυτός που έχασε τη διανοητική του ισορροπία: Ήταν πάντα λίγο ανισόρροπος, αλλά τώρα παράγινε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνισόρροπον — ἀνισόρροπος unequally balanced masc/fem acc sg ἀνισόρροπος unequally balanced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνισόρροπα — ἀνισόρροπος unequally balanced neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγκεμένος — η, ο [αναγκεύω] 1. αυτός που έχει πολλές ανάγκες, που πιέζεται από πολλές ανάγκες, ο φτωχός 2. αυτός που πάσχει από ανίατη ή βαριά ασθένεια, ο άρρωστος 3. φρενοβλαβής, ανισόρροπος … Dictionary of Greek
ανισορροπία — η 1. έλλειψη ισορροπίας, αστάθεια 2. η έλλειψη αρμονίας, η διασάλευση της πνευματικής ισορροπίας ή των ηθικών ροπών ενός ατόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανισόρροπος. Η λ. μαρτυρείται στον κληρικό και διδάσκαλο του Γένους Νικηφόρο Θεοτόκη (1731 1800)] … Dictionary of Greek
ανισορροπώ — ( έω) 1. (μτβ.) προκαλώ, επιφέρω ανισορροπία 2. (αμτβ.) έχω χάσει την ισορροπία μου, κλονίζομαι 3. μτφ. είμαι ανισόρροπος … Dictionary of Greek
κρούζω — 1. δαγκώνω κάποιον («τόν έκρουξε ένα φίδι») 2. (για πυρετό) εξασθενίζω, εξαντλώ 3. προκαλώ σύγχυση στο μυαλό κάποιου, τρελαίνω κάποιον 4. μέσ. κρούζομαι είμαι τρελός, ανισόρροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. κρούω, από τον αόρ. ἔκρουσα, κατά … Dictionary of Greek
λειψερός — ή, ό 1. ελλιπής, με ελλείψεις 2. (για πρόσ.) διανοητικά ανάπηρος, πνευματικά ανεπαρκής, ανισόρροπος 3. (για ποταμό, ρυάκι ή πηγή) αυτός που έχει λίγο νερό 4. (για τα ετήσια βρόχινα ύδατα) ανεπαρκής, όχι άφθονος 5. (για βιοτικούς πόρους) πενιχρός … Dictionary of Greek
λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… … Dictionary of Greek
μανιακός — και μανικός, ή, ό (AM μανικός και μανιακός, ή, όν) [μανία] αυτός που κατέχεται από μανία, μαινόμενος, παράφρων, τρελός («ταύτην τὴν ἐπωνυμίαν ἔλαβες τὸ μανικὸς καλεῑσθαι», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ως ουσ. άνθρωπος παράφρων, ανισόρροπος 2. αυτός που… … Dictionary of Greek